- κούρτη
- Συμβούλιο ηγεμόνων κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας, που φρόντιζε για τις πολιτικές και, συχνά, για τις δικαστικές υποθέσεις. Απαρτιζόταν από δώδεκα βαρόνους του Μοριά, τους κατώτερους υποτελείς άρχοντες και συνήθως από δύο κληρικούς. Ονομαζόταν και Μεγάλη κ. και φρόντιζε ακόμα και για τα κρατικά θέματα (π.χ. εκείνα που αφορούσαν τα φέουδα), οπότε εκτελούσε χρέη δικαστηρίου. Ο θεσμός αποτελούσε αντιγραφή της cour majour που ιδρύθηκε στην Μπεάρν το 1220 και αποτελούσε ανώτερο φεουδαρχικό δικαστήριο με δώδεκα επίσης βαρόνους και δύο επισκόπους, της Λεσκάρ και της Ολερόν. Ωστόσο, προϋπήρχε στη Ναβάρα της Ισπανίας η cort major την οποία αποτελούσαν δώδεκα ricos hombres (= πλούσιοι άνδρες) και η οποία έκρινε τους ιππότες και τους χωροδεσπότες (= κύριοι μιας χώρας). Διαφορετική από τη Μεγάλη κ. ήταν η κ. των βουργεσίων, δηλαδή των αστών, που συνερχόταν συνήθως στη Γλαρέντζα, για να εκδικάσει τις διαφορές μεταξύ των υποτελών ή μεταξύ Φράγκων και ντόπιων. Επίσης κάθε βαρόνος είχε τη δική του κ. της αυθεντίας –στην οποία συμμετείχαν οι γέροντες και έκριναν τις διαφορές σε πρώτο στάδιο–, οι αποφάσεις της οποίας συζητούνταν εκτενέστερα σε συνέλευση της Μεγάλης κ.
* * *(I)η (Μ κούρτη)αυλή σπιτιού, αυλόγυροςμσν.1. (επί φραγκοκρατίας) συμβούλιο ηγεμόνα το οποίο, εκτός από τις πολιτικές υποθέσεις, αναλάμβανε πολλές φορές και δικαστικές2. παλάτι ή αυλή ηγεμόνα3. συγκέντρωση ευγενών τού Μορέως4. δικαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corte].————————(II)κούρτη, ἡ (Μ)βλ. κοόρτη.
Dictionary of Greek. 2013.